δριμιός

δριμιός
-ιά, -ιό (Μ δριμιός, -ιά, -ιόν)
δριμύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δριμύς — εία, ύ και δριμός, ή, ό και δριμιός, ιά, ιό (AM δριμύς, εῑα, ύ) 1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι») 2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («δριμύς χειμώνας») 3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικός β) δυνατός, έντονος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”